ᾤξα — ἄ̱ϊ̱ξα , ἀίσσω shoot aor ind act 1st sg (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αποδιώχνω — ωξα, ώχτηκα, ωγμένος, διώχνω κάποιον μακριά: Όπου κι αν πήγαινε, όλοι τον απόδιωχναν. Ουσ. αποδιώξιμο, το … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
παραμαζεύω — εψα, εύτηκα, εμένος, και παραμαζώνω ωξα, ώχτηκα, ωμένος 1. συγκεντρώνω, συναθροίζω υπερβολικά: Παραμάζεψα σήμερα ραδίκια. 2. περιορίζω τις διαστάσεις, μικραίνω, κονταίνω: Τον παραμάζεψες τον ποδόγυρο κι έγινε κοντό το φουστάνι. 3. μπάζω κρυφά… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
συμμαζεύω — και συμμαζώνω συμμάζεψα και ωξα, συμμαζεύτηκα και ώχτηκα, συμμαζεμένος και ωμένος 1. περισυλλέγω: Η κλώσα συμμαζεύει τα πουλάκια της. – Είναι καιρός να συμμαζέψω τα βιβλία που δάνεισα. 2. τακτοποιώ: Συμμάζεψε λίγο το σπίτι να μη μας βρουν σε… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)